ρυπία

ρυπία
η, Ν
ιατρ. καθεμιά από τις δερματικές εφελκίδες συφιλιδικής προέλευσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρύπος κατά τα θηλ. σε -ία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ρύπασμα — το / ῥύπασμα, ΝΜΑ [ῥυπαίνω] νεοελλ. ιατρ. ρυπία μσν. αρχ. ρύπος, ακαθαρσία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”